φραστήρ

φραστήρ
φρασ-τήρ, ῆρος, ,
A teller, expounder, τινος of or about a thing, X.Cyr.4.5.17; ὁδῶν φ. guide, ib.5.4.40, cf. Ph.2.77, Plu.2.243e: φ. ὀδόντες, = γνώμονες, the teeth that tell the age, Sch.Ar.Ra.421.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φραστήρ — teller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που δίνει πληροφορίες για κάτι 2. φρ. α) «φραστὴρ ὁδοῡ [ή ὁδῶν]» οδηγός β) «φραστῆρες ὀδόντες» τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η ηλικία ενός ζώου (Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + κατάλ. τήρ*] …   Dictionary of Greek

  • φραστῆρα — φραστήρ teller masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστῆρας — φραστήρ teller masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστῆρες — φραστήρ teller masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστήρων — φραστήρ teller masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποφραστήρ — ῆρος, ὁ, Α ὑποφήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φραστήρ «αυτός που εκφράζει, που ερμηνεύει», (< φράζω)] …   Dictionary of Greek

  • φράστης — ὁ, Α [φράζω (Ι)] φραστήρ* …   Dictionary of Greek

  • φράστωρ — ορος, ὁ, Α φραστήρ*, οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + επίθημα τωρ (βλ. λ. τήρας), πρβλ. πράκ τωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”