φραστήρ — teller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που δίνει πληροφορίες για κάτι 2. φρ. α) «φραστὴρ ὁδοῡ [ή ὁδῶν]» οδηγός β) «φραστῆρες ὀδόντες» τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η ηλικία ενός ζώου (Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek
φραστῆρα — φραστήρ teller masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστῆρας — φραστήρ teller masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστῆρες — φραστήρ teller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστήρων — φραστήρ teller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφραστήρ — ῆρος, ὁ, Α ὑποφήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φραστήρ «αυτός που εκφράζει, που ερμηνεύει», (< φράζω)] … Dictionary of Greek
φράστης — ὁ, Α [φράζω (Ι)] φραστήρ* … Dictionary of Greek
φράστωρ — ορος, ὁ, Α φραστήρ*, οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + επίθημα τωρ (βλ. λ. τήρας), πρβλ. πράκ τωρ] … Dictionary of Greek